βιαίων

βιαίων
βίαιος
forcible
fem gen pl
βίαιος
forcible
masc/neut gen pl
βίαιος
forcible
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • ТРИДЦАТЬ ТИРАНОВ —     I.    • Δικασταί κατα δήμους,          οί τεσσαράκοντα (сначала было 30, но после архонтства Евклида число их было увеличено до сорока, вероятно, вследствие ненавистного афинянам названия τριάκοντα, напоминавшего им о правлении олигархов),… …   Реальный словарь классических древностей

  • ТРИДЦАТЬ ТИРАНОВ —     I.    • Δικασταί κατα δήμους,          οί τεσσαράκοντα (сначала было 30, но после архонтства Евклида число их было увеличено до сорока, вероятно, вследствие ненавистного афинянам названия τριάκοντα, напоминавшего им о правлении олигархов),… …   Реальный словарь классических древностей

  • αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… …   Dictionary of Greek

  • δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • θωμισμός — Φιλοσοφικό θεολογική διδασκαλία, που στηρίζεται στο έργο του Θωμά του Ακινάτη. Άσκησε, από τις αρχές του 14ου αι., ευρύτατη επίδραση στην καθολική σκέψη. Ορισμένες θεμελιώδεις ιδέες που αναπτύσσονται στο έργο του Ακινάτη (βλ. λ.) –η θεωρία της… …   Dictionary of Greek

  • κλοπαίος — κλοπαῑος, αία, αῖον (Α) [κλοπή] 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.) 2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek

  • πυροκλαστικός — ή, ό, Ν φρ. α) «πυροκλαστικά υλικά» (πετρογρ.) θραυσματογενή προϊόντα βίαιων ηφαιστειακών εκρήξεων β) «πυροκλαστικά πετρώματα» (πετρογρ.) πετρώματα τα οποία σχηματίζονται από τις αποθέσεις τών παραπάνω υλικών γ) «πυροκλαστικά αναβλήματα» τα υλικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”